ρολογάς

ρολογάς
ο, Ν [ρολό(γ)ι]
1. κατασκευαστής ή επισκευαστής ρολογιών
2. ο ιδιοκτήτης ρολογάδικου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρολογάδικο — το, Ν κατάστημα πώλησης ή επισκευής ρολογιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρολογάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • ωρολογάς — ο, Ν [ωρολόγι(ο)] ρολογάς …   Dictionary of Greek

  • ωρολογοποιός — ο, Ν κατασκευαστής ή επιδιορθωτής ρολογιών, ρολογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολόγιο + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • Μπομαρσέ, Πιερ Ογκιστέν Καρόν ντε- — (Pierre Augustain Caron de Beaumarchais, Παρίσι 1732 – 1799). Γάλλος κωμωδιογράφος. Στα νιάτα του ήταν ρολογάς όπως ο πατέρας του, αλλά με το ζωηρό και ευμετάβλητο πνεύμα του ανέπτυξε πολύμορφη δραστηριότητα: υπήρξε καθηγητής της άρπας των γιων… …   Dictionary of Greek

  • Χαλίμπερτον, Τόμας Τσάλντερ — (Haliburton, 1796 – 1865). Καναδός συγγραφέας. Ήταν κυρίως ευθυμογράφος και υπήρξε ο δημιουργός του Σαμ Σλικ, γυρολόγου ρολογά, του οποίου οι κωμικές περιπέτειες περιγράφονται με λεπτό χιούμορ σε σειρές ευθυμογραφημάτων τα οποία εκδόθηκαν από το… …   Dictionary of Greek

  • ωρολογοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει ή διορθώνει ρολόγια, ο ρολογάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”